- μαχαιροφορά
- μᾰχαιρο-φορά, ἡ,A sword-bearing, wearing of arms, Wilcken Chr. 13.9 (i A. D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μαχαιροφορά — μαχαιροφορά, ἡ (Α) το να κρατά κανείς μαχαίρι ως όπλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάχαιρα + φορά (< φέρω), πρβλ. κοπρο φορά, μισθο φορά] … Dictionary of Greek
μάχαιρα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 250 μ., 235 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μονοφατσίου του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νομού, ΝΑ του Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αρκαλοχωρίου. * * * η (ΑM μάχαιρα) 1. όργανο με λαβή… … Dictionary of Greek